θήσαι

θήσαι
θῆσαι (Α)
(απρμφ. αορ. αμάρτυρου ενεστ. *θάω
έχουν παραδοθεί μόνο οι τ. θῆσαι, θῆσθαι, θησάμενος)
1. (αμτθ.) πίνω γάλα από τη θηλή, θηλάζω, βυζαίνω (α. «θήσατο μαζόν» — θήλασε [από] το στήθος
β. «ἀλλ’ αἰεὶ παρέχουσιν ἐπηετανὸν γάλα θῆσθαι» — τα πρόβατα παρέχουν πάντα άφθονο γάλα για να τό αρμέγουν, Ομ. Οδ.)
2. (μτβ.) θηλάζω κάποιον («Ἀπόλλωνα θήσατο μήτηρ» — η μητέρα θήλασε τον Απόλλωνα)
3. (κατά τον Ησύχ.) «θῆσαι
θρέψαι, θηλάσαι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *dhē-«εκμυζώ, θηλάζω», όπως και τα θηλή*, θήλυς*, που θα μπορούσαν πιθ. να θεωρηθούν παράγωγά του. Στην ίδια ρίζα ανάγεται το αρχ. άνω γερμ. tāen «θηλάζω», το λιθ. det «θηλάζω» και το λατ. fēmina «θήλεια», τ. αρχαίας μτχ. αμάρτυρου ρ. Ο μαρτυρούμενος αόρ. θήσατο αντιστοιχεί στον αρχ. ινδ. σιγματικό αόρ. adhāsit «θήλασε», που διαθέτει όμως και παράλληλο θεματικό τ. adhāt. Οι μαρτυρούμενοι τ. ενεστώτα με ημίφωνο yod σε διάφορες γλώσσες (όπως λ.χ. αρχ. άνω γερμ. taju, λιθ. deju) καθιστούν πιθανή την προέλευση τού θήσθαι από αμάρτυρο θεματικό τ. *θή--σθαι. Μαρτυρούνται και άλλοι συγγενείς τ. με διαφορετικό φωνηεντισμό, όπως το αρχ. ινδ. dhayati, το αρχ. σλαβ. dojo, το γοτθ. daddjan, όλα με τη σημασία θηλάζω, που θα πρέπει να αναχθούν σε παραλλαγή *dhәy- τής ΙΕ ρίζας *dhē- ενώ η αρχ. ινδ. εμφανίζει και τ. με - όπως dhīta-«πιπιλισμένος». Συγγενείς στην ελλ. οι τ. γαλα-θηνός*, θήνιον*, τι-θήνη*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θῆσαι — θάω pres ind mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θήσθαι — θῆσθαι (Α) βλ. θήσαι …   Dictionary of Greek

  • τήθος — τὸ, Α το μαλάκιο τηθύς*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. απαντά ήδη στον Όμηρο στον τ. πληθ. τήθεα, ο οποίος αντιστοιχεί σε εν. τῆθος και τήθεον. Έχει διατυπωθεί, όμως, και η άποψη ότι οι τ. τήθεα και τήθεον έχουν σχηματιστεί με υστερογενή εξέλιξη …   Dictionary of Greek

  • τιθήνη — και δωρ. τ. τιθήνα, ἡ, Α 1. τροφός μικρού παιδιού, παραμάννα, βυζάστρα 2. μητέρα 3. φρ. α) «χιόνος τιθήνα» μτφ. το ηφαίστειο Αίτνα (Πίνδ.) β) «ἡ τῆς γενέσεως τιθήνη» μτφ. η γη (Πλάτ., Αριστοτ.) γ) «βίου τιθήνη» μτφ. το τραπέζι τού δείπνου (Τιμοκλ …   Dictionary of Greek

  • τιθασός — όν, Α 1. (ιδίως για άγρια ζώα) εξημερωμένος και κατοικίδιος 2. (για φυτά) αυτός που με την κηπουρική τέχνη έγινε ήμερος και κηπαίος 3. (για πρόσ.) ευάγωγος, ευπειθής 4. μτφ. εγχώριος, ντόπιος («ὅταν Ἄρης τιθασὸς ὤν φίλον ἕλῃ», Αισχύλ.). επίρρ...… …   Dictionary of Greek

  • παραμύθησαι — παραμυθέομαι encourage aor imperat mp 2nd sg παραμύ̱θησαι , παραμυθέομαι encourage aor imperat mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”